- ενδεκάμηνος
- η , ο [ος , ον ] одиннадцатимесячный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδεκάμηνος — η, ο (AM ἑνδεκάμηνος, ον) (για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνών νεοελλ. 1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος») 2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία») 3. αυτός που χορηγείται για … Dictionary of Greek
ἑνδεκάμηνον — ἑνδεκάμηνος of eleven months masc/fem acc sg ἑνδεκάμηνος of eleven months neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνδεκάμηνοι — ἑνδεκάμηνος of eleven months masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek